Κατολίσθηση
Είναι
καλοκαίρι. Η ζέστη πυρώνει το μέτωπό μας. Είναι καιρός που αναζητούσαμε λίγη
πολύτιμη δροσιά στο βουνό. Κι όμως, τη ζέστη του μεσημεριού δεν την αποφεύγεις
πουθενά. Συνεχίζουμε την πεζοπορία με σκοπό να βρούμε το πολυπόθητο κρύο ποτάμι
που μας έχουν πει προκειμένου να δροσιστούμε. Έχουμε φύγει 3 μέρες από την πόλη
προσπαθώντας να ξεχάσουμε τον καύσωνα, τη ρουτίνα και τα προβλήματα.
Χτυπάει το
τηλέφωνο. Είναι ο ξάδερφός μου, ο οποίος με ενημερώνει για μια δουλειά. Δεν
θέλω. Δεν θέλω να με παίρνουν τηλέφωνο για καμία δουλειά στην οποία πρέπει να
καταθέσω πεντακόσια χαρτιά για να πάρω -στην καλύτερη- μια απάντηση απόρριψης.
Του λέω ευγενικά πως είμαι διακοπές και πως κάνω αποτοξίνωση από τις αιτήσεις.
Δεν δείχνει να καταλαβαίνει. Τέλος πάντων, κλείνουμε.
Καθώς
προχωράμε προς το ποτάμι, είμαστε περίπου εκατό άτομα πεζοπόροι, αρχίζει να
συννεφιάζει. Αναρωτιόμαστε όλοι γι’ αυτή την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.
Κάποιοι λένε πως το είχαν δει στο μετεωρολογικό δελτίο, ο εκπαιδευτής μάς λέει
πως δεν είδε τίποτα και να μη φοβόμαστε, δεν υπάρχει περίπτωση να βρέξει. Δεν
με πολυενδιαφέρει και να βρέξει αλλά αυτό το «δεν υπάρχει περίπτωση» έχω πάψει
από καιρό να το πιστεύω. Υπάρχει περίπτωση για όλα και για τίποτα. Εμείς
νομίζουμε πως μπορούμε να προβλέψουμε την περίπτωση· μια ψευδαίσθηση από τις πολλές που
τρέφουμε. Αν βρέξει, έβρεξε, τους λέω. Εξάλλου τι μπορούμε να κάνουμε τώρα;
Φτάνουμε στο ποτάμι.
Σε ένα
τέταρτο ήμασταν εκεί. Πέφτω από τους πρώτους. Το νερό κρύο, χτυπάει το κορμί μου,
που από την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας μουδιάζει και γίνεται σχεδόν μπλε. Όμως
δεν με νοιάζει. Κολυμπάω. Πέφτουν και άλλοι δίπλα μου. Καθώς κολυμπάω βλέπω σε
κοντινή απόσταση τα σπιτάκια-καταφύγια κάποιων βοσκών και κάποιες αντιπυρικές
ζώνες. Βρύα και λειχήνες βγαίνουν στις όχθες και μεγάλες καλαμιές μπαίνουν ως
βαθιά στο ποτάμι, το οποίο ρέει με αρκετή ορμή. Ωστόσο δεν είναι πολύ βαθύ και
δεν τρομάζω. Βλέπω τα σύννεφα να πυκνώνουν. Πλησιάζω τον δάσκαλο και του λέω μήπως
θα ήταν καλύτερα να βγούμε γιατί νομίζω πως το ποτάμι αρχίζει και φουσκώνει. «Μην
ανησυχείς», μου λέει, «τα σύννεφα είναι παροδικά. Δεν πρόκειται να βρέξει». Δεν
επιμένω, αν και αρχίζω λίγο να ανησυχώ. Οι πρώτες χοντρές ψιχάλες πέφτουν και
κάποιοι αρχίζουν να βγαίνουν. Ο εκπαιδευτής προσπαθεί να τους καθησυχάσει να
μείνουν, λέγοντάς τους πως η βροχή δεν πρόκειται να δυναμώσει.
Παρατηρώ
πως το βουνό είναι απότομο με πέτρες και βράχους και πως σε μια δυνατή βροχή θα
μπορούσαμε ακόμα και να κινδυνεύσουμε. Οι πρώτες αστραπές κάνουν την εμφάνισή
τους. «Νίκο», λέω στον εκπαιδευτή, «πρέπει να απομακρυνθούμε. Θα βρέξει. Αν
υποχωρήσουν οι πέτρες θα είναι επικίνδυνο. Καλύτερα να πάμε σε εκείνα εκεί τα καταφύγια των
βοσκών και να περιμένουμε. Αν βρέξει, τουλάχιστον εκεί θα είμαστε προστατευμένοι».
Ο Νίκος τσαντίζεται. Μου λέει πως του κάνω υποδείξεις για τη δουλειά του, πως
κάνει πεζοπορία 10 χρόνια σ’ αυτό το ποτάμι και πως το καλύτερο που έχω να κάνω
είναι να πάψω να πανικοβάλλω τον κόσμο. Ευτυχώς, σκέφτομαι, που δεν έχουμε μαζί
μας παιδιά.
Σε λιγότερο
από 10 λεπτά ξεσπάει φοβερή καταιγίδα με τους περισσότερους να είναι μέσα στο
ποτάμι και να μην μπορούν να βγουν. Σκίζω τις πατούσες μου στην προσπάθειά μου
να βγω και προσπαθώ να βρω ξύλα προκειμένου να τους δώσω να κρατηθούν για να
καταφέρουν να βγουν. Ο Νίκος είναι άφαντος. Αρχίζουν να ουρλιάζουν από το φόβο
τους, φωνάζουν βοήθεια και λένε πως θα πνιγούν. Με τον φίλο μου καταφέρνουμε να
τους βγάλουμε όλους. Tους λέω πως πρέπει να κατευθυνθούμε στα σπιτάκια των βοσκών
δείχνοντάς τους πού είναι. Παρατηρώ συνεχώς αν οι πέτρες βρίσκονται στη θέση
τους.
Φτάνουμε με
δυσκολία γεμάτοι λάσπες. Εκεί περιμένει ο Νίκος. Έχει προφτάσει να δημιουργήσει
ένα πέρασμα από φύλλα και πέτρες που οδηγεί στο καταφύγιο και στα χέρια του
κρατάει κάτι χαρτιά με ονόματα. «Τι κάνεις»; του φωνάζω. «Πού ήσουν; Γιατί μας
άφησες μόνους εκεί κάτω; Και τι είναι αυτά τα χαρτιά»; Μου γνωστοποιεί ατάραχος
πως δεν θα χωρέσουμε όλοι στο σπιτάκι και πως κάθε ένας που περνάει πρέπει να
δίνει τα στοιχεία του.
Ποια
στοιχεία;, σκέφτομαι. Είναι δυνατόν; Αν δεν πνιγούμε, θα μας τσακίσουν οι
βράχοι που θα κυλήσουν από λεπτό σε λεπτό. «Νίκο, άφησέ μας να μπούμε τώρα όλοι
μέσα. Θα χωρέσουμε. Φύγε! Κάνε στην άκρη!», του φωνάζω. Και τότε αποκρίνονται
οι μπροστινοί μου με αγανάκτηση: «Να περιμένεις τη σειρά σου. Εμείς
προηγούμαστε.» Ο φίλος μου βγαίνει εκτός εαυτού. Αρχίζει να οδύρεται και να
φωνάζει πως όση ώρα αυτοί έπιαναν τη σειρούλα τους στην ουρά, εμείς προσπαθούσαμε
να σώσουμε τον κόσμο που παραλίγο θα πνιγόταν στα ορμητικά νερά του ποταμού, το
οποίο ο Νίκος γνώριζε πολύ καλά και δεν δεχόταν υποδείξεις γι’ αυτό.
«Είστε αγνώμονες!», φωνάζει ο Νίκος. «Μπείτε στη σειρά, ειδάλλως φύγετε». Δεν αντέχω αυτή την αδικία. «Θα ευχόμουν να έπεφτε ο βράχος να σε πλάκωνε», φωνάζω του Νίκου και ούτε ξέρω πώς καταφέρνει η ευγενική μου φύση να ξεστομίσει τέτοια κατάρα. «Μην ανησυχείς», μου λέει ψύχραιμος και αυτό με ερεθίζει ακόμα περισσότερο. «Κι εγώ να μην είμαι, θα αναλάβει άλλος να κρατά τα στοιχεία σας. Όλοι δεν χωράτε. Πάρ’ το χαμπάρι». Θεέ μου, σκέφτομαι, τι θράσος! Πηγαίνω στον κόσμο που περιμένει πίσω από μένα. Τους εξηγώ πως πρέπει να φύγουμε από εκεί. Να κατευθυνθούμε στο άλλο καταφύγιο που φαίνεται να είναι τουλάχιστον μισό χιλιόμετρο μακριά. Βρέχει καταρρακτωδώς. Τα πόδια μας βουλιάζουν στις λάσπες. «Δεν θα καταφέρουμε να φτάσουμε», φωνάζει ο πίσω μου. «Θα πέσουν οι βράχοι και θα μας πλακώσουν. Εμείς θα μείνουμε εδώ και θα περιμένουμε τη σειρά μας», μου λένε.
«Είστε αγνώμονες!», φωνάζει ο Νίκος. «Μπείτε στη σειρά, ειδάλλως φύγετε». Δεν αντέχω αυτή την αδικία. «Θα ευχόμουν να έπεφτε ο βράχος να σε πλάκωνε», φωνάζω του Νίκου και ούτε ξέρω πώς καταφέρνει η ευγενική μου φύση να ξεστομίσει τέτοια κατάρα. «Μην ανησυχείς», μου λέει ψύχραιμος και αυτό με ερεθίζει ακόμα περισσότερο. «Κι εγώ να μην είμαι, θα αναλάβει άλλος να κρατά τα στοιχεία σας. Όλοι δεν χωράτε. Πάρ’ το χαμπάρι». Θεέ μου, σκέφτομαι, τι θράσος! Πηγαίνω στον κόσμο που περιμένει πίσω από μένα. Τους εξηγώ πως πρέπει να φύγουμε από εκεί. Να κατευθυνθούμε στο άλλο καταφύγιο που φαίνεται να είναι τουλάχιστον μισό χιλιόμετρο μακριά. Βρέχει καταρρακτωδώς. Τα πόδια μας βουλιάζουν στις λάσπες. «Δεν θα καταφέρουμε να φτάσουμε», φωνάζει ο πίσω μου. «Θα πέσουν οι βράχοι και θα μας πλακώσουν. Εμείς θα μείνουμε εδώ και θα περιμένουμε τη σειρά μας», μου λένε.
«Η σειρά στην οποία περιμένετε σας
οδηγεί σε βέβαιο θάνατο», τους απαντώ. «Και ποιος είσαι εσύ; Ο Θεός;» μου λέει
κάποιος ειρωνικά. Θα εκραγώ. Δεν αντέχω. Για λίγο μένω ακίνητη. Καρφώνω με το
βλέμμα μου τον μπροστινό μου. Έχει ένα τατουάζ, μια βιβλική μορφή. Τι να
απεικονίζει; σκέφτομαι σε μια ώρα τελείως ακατάλληλη για περιττές σκέψεις. Λες
πριν απ’ το θάνατο να κάνουμε περιττές σκέψεις έχοντας δεχτεί υποσυνείδητα την
φυγή μας από αυτόν τον κόσμο; Ξαφνικά, νιώθω να παγώνουν τα πάντα γύρω μου σαν
να γίνεται μια παύση σε κινηματογραφικό φιλμ. Κι έπειτα επανεκκίνηση σε slow motion. Στρέφω το βλέμμα μου στο βουνό. Ο
βράχος έχει ξεκολλήσει και κατεβαίνει. Τα λιθάρια προηγούνται. Σέρνουν το ένα
το άλλο ρυθμικά και συντονισμένα. Η βιβλική μορφή στο τατουάζ του μπροστινού
μου, μού απλώνει το χέρι. Κάνω να το δώσω. «Όχι!» μου φωνάζει ο φίλος μου.
Ξυπνάω απότομα. Στο ραδιόφωνο
ακούγεται ένα δημοτικό τραγούδι. Έξω κάνει χαρά Θεού. Κοιτάζω το κινητό μου που
είναι ακουμπισμένο στο κομοδίνο. Έχω μήνυμα από τον ξάδερφό μου. Μου έχει
στείλει πληροφορίες για μια δουλειά. Η προθεσμία λήγει αύριο. Σηκώνομαι και
κάνω καφέ. Πάω στον υπολογιστή μου και ξεκινάω να συμπληρώνω την αίτηση.
Νίκη Κωνσταντοπούλου
Τα πνευματικά δικαιώματα έχουν κατοχυρωθεί.
Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου