Σάββατο 31 Μαΐου 2014

"Λέξεις" Ποιητική συλλογή "Απόψε νιώθω μια ντροπή" Απρίλιος 2014, εκδ. περί τεχνών, Πάτρα

Λέξεις


Δεν είπες «θα μιλήσω»;
Είπες ή δεν είπες;
Κι ύστερα μόνος έμεινα
κι είπα,
πολλά είπα…
Λέξεις που ξέρω, που δεν ξέρω,
που τρέμω, που δε λέω…
Και τώρα σέρνομαι και χάνομαι
στις λέξεις αυτές που είπα και δεν είπα.

Και τρώω λέξεις
και πίνω λέξεις,
ξυπνάω λέξεις,
κοιμάμαι λέξεις…

Πάψε· μη λες άλλα,
δε θ’ αντέξεις.
Κι όμως, οι σκέψεις είναι που με πνίγουν
κι όχι αυτές οι λέξεις…







Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Με αφορμή το μπισκότο του Προυστ. Στους μαθητές μου για τα όνειρά τους, για τις αγωνίες τους, για όλα αυτά που απορρίπτουν.

Ένα απόσπασμα από τον Προυστ και τον χαμένο του χρόνο έπεσε τυχαία μπροστά της. Τυχαία… Τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Διάβαζε, διάβαζε πολύ, αλλά Προυστ πρώτη φορά. Εξάλλου τα παιδικά της χρόνια ήταν και πικρά και δεν πολυπίστευε πως το να γυρνάς εκεί προσέφερε κάτι. Σαν έφηβη ήταν κλεισμένη στο δωμάτιό της, χωρίς φίλους -εκτός από τον Νίκο- με πολλές αϋπνίες κι εφιάλτες τις νύχτες. Ανάσαινε βαθιά, πολύ, λες και κάθε της ανάσα ήταν η τελευταία. Φοβόταν το θάνατο, πολύ. Ήθελε να ζήσει για πάντα ακόμα κι αν έμενε στο μικρό της δωμάτιο και δεν ξανάβγαινε ποτέ από κει. Εξάλλου ο κόσμος της όλος ήταν εκεί. Στο μικρό της δωμάτιο. Ένα σπίτι μέσα στο σπίτι. Αυτό που μοιραζόταν με τους άλλους. Αυτούς που έμαθε να αγαπά, γιατί ήταν οικογένειά της. Και η αλήθεια είναι πως τους αγαπούσε. Πολύ τους αγαπούσε. Κι αν δεν ήταν αυτοί ίσως και να μην ήξερε τι είναι αγάπη κι ίσως να μη χρειαζόταν να αγαπήσει τελικά. Γι’ αυτήν υπήρχαν πολλά πρέπει και πολλές ευθύνες. Ούτε και ήξερε πού να πρωτοαπολογηθεί. Μα ούτε και ήθελε να απολογείται. Για την ακρίβεια δεν ήθελε τίποτα που ήθελαν οι άλλοι. Μόνο να ξαπλώνει στο κρεβάτι της, να διαβάζει τα μυθιστορήματά της και να βυθίζεται σ’ έναν κόσμο που θα ήθελε πραγματικά να ζει· στον κόσμο της. Ήταν αντιδραστική πολύ, μα είχε δίκιο κάθε φορά. Ή σχεδόν κάθε φορά. Έφτασε 18 και απέρριψε τους πάντες. Έφυγε από το σπίτι για σπουδές. Ταξίδεψε, αγάπησε, αγαπήθηκε, πληγώθηκε, έμαθε, έπαθε. Και κάποτε έφτασε 40. Γύρισε στο πατρικό της για Χριστούγεννα. Ξύπνησε το πρωί και ήθελε καφέ. Της άρεσε πολύ ο καφές. Την κρατούσε σε υπερένταση, όπως ήθελε, γιατί ήταν πάντα νευρώδης και νευρική. Δεν είχε καφέ. Θύμωσε πολύ. Έριξε ευθύνες στη μάνα της. Μετά στενοχωρήθηκε κι αυτή και η μάνα της, αλλά ήταν και οι δύο συνηθισμένες. Αναγκάστηκε να φτιάξει τσάι. Δεν της άρεσε το τσάι. Το θεωρούσε ξενέρωτο. Βούτηξε το μπισκοτάκι κι αυτό διαλύθηκε και τότε τα είδε και τα θυμήθηκε όλα. Τη γεύση από το κέικ που έφτιαχνε η μάνα της την ημέρα των Χριστουγέννων, τη μυρωδιά του σπιτιού, της αυλής που έβγαινε βόλτα και απολάμβανε κάπου κάπου τον ήλιο του Νότου, τις ηλιαχτίδες που έμπαιναν στο δωμάτιό της από τις 7 το πρωί κι εκείνη τσαντιζόταν, άκουσε τις φωνές της γιαγιάς της, είδε τον παππού της να κόβει ξύλα, μύρισε την πορτοκαλιά στον κήπο, είδε τον Νίκο να περνά με το μηχανάκι και να τη φωνάζει να κατέβει, τα είδε και τα ένιωσε όλα για πρώτη φορά. Μόνο που τώρα όλοι αυτοί ήταν νεκροί. Εδώ και χρόνια. Αλλά γι’ αυτήν ζωντανοί εδώ και στιγμές. Ποτέ δεν τα είχε δει όλα αυτά με τα μάτια της, δεν τα είχε γευτεί με τις αισθήσεις της. Και γύρισε πίσω. Αρνούνταν να το πιστέψει. Καταραμένε Προυστ. Δεν ήθελε παρτίδες με το χρόνο. Τον αποστρεφόταν. Μα να που συνέβη. Και τώρα το αποδέχεται κάπως ευχάριστα και το εξομολογείται μόνο στον εαυτό της, κρυφά. Ούτως ή άλλως αυτό έκανε πάντα. «Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, Προυστ!» φώναξε και έκλεισε την κουρτίνα. 

Συνέντευξη στο thebest.gr και το δημοσιογράφο Τάκη Μαρτάτο