Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Άνθρωπος στο μπουκάλι



Άνθρωπος στο μπουκάλι


Κατοικώ μέσα σ’ ένα άδειο μπουκάλι κρασιού και κάθε βράδυ όταν η νύχτα σιμώνει, να πάρω το δρόμο ονειρεύομαι, να διασχίσω το λαιμό του, να σπρώξω το άνοιγμά του και να βγω στην επιφάνεια. Όμως η νύχτα βαθαίνει κι εγώ στροβιλίζομαι ακόμα στην κοιλιά του. Το λίγο αλκοόλ που έχει μείνει είναι ικανό να διατηρεί την υγρασία μου και σκέφτομαι πως ίσως να μην είμαι μόνος. Ίσως κι αυτός που κατοικεί σε υπόγειο υγρό κι ανήλιαγο, τις ίδιες σκέψεις κάνει. Ίσως κι εκείνος εκεί, ψηλά στο ρετιρέ, που κατακρημνίζεται στο άδυτο του μυαλού του, τις ίδιες σκέψεις κάνει. 

Κατοικώ στο κυλινδρικό σχήμα ενός μπουκαλιού. Κάθε μέρα στριφογυρίζω στα τοιχώματά του ώσπου να πέσω κάτω, να βρεθώ στη ράμπα του κέντρου όπου εκεί τραμπαλίζομαι αργά αργά μέχρι εκείνο να σταματήσει. Πάντα εκείνο σταματά. Εγώ αδυνατώ. Η κίνησή μου είναι τόσο οκνή που μόνο μπορώ ν’ ακολουθώ, ποτέ να προηγούμαι. Την οκνηρία μου, την έχω κερδίσει. Είναι μέρος ή και αποτέλεσμα ίσως των αποφάσεων που έλαβα στο παρελθόν για μένα. Μ’ έφερε λίγο λίγο σ’ αυτό το σημείο ώστε σήμερα να σας μιλώ γι’ αυτήν.

Το παραδέχομαι, καθώς στο παρελθόν υπήρξα πολύ ζωηρός κι επαναστατημένος, πως δεν είναι λίγες οι φορές που ξύπνησε μέσα μου ξανά η αντίσταση και είπα, ναι· σήμερα, την ανατροπή θα κάνω. Θα περπατήσω στο λαιμό του μπουκαλιού, να ξεφύγω λίγο απ’ τον κυλινδρικό πάτο που είχε αρχίσει να με ενοχλεί και ιλίγγους να μου δίνει.

Μα πάντα όταν το αποφάσιζα, ακριβώς μετά, βαριόμουν οικτρά. Και τι θ’ αλλάξει αν φύγω;, σκεφτόμουν. Η αλήθεια είναι πως είχα βαρεθεί ν’ ασχολούμαι με τα χούγια μου, τα γούστα μου και τις ιδέες μου. Κλείστηκα, λοιπόν, μέσα σ’ αυτό το μπουκάλι και είπα, μια χαρά, ησύχασα. Μια ζωή μου αναλογεί κι εμένα· ας ζήσω την υπόλοιπη εδώ μέσα, να τελειώνουμε. Εξάλλου, μέρος να κοιμάμαι έχω, η υγρασία που υπάρχει είναι αρκετή ώστε να συντηρούμαι και τούτη η θολή επιφάνεια του γυαλιού πού και πού μου επιτρέπει έξω να κοιτάζω. Κι άλλωστε τι θα χάσω από τον έξω κόσμο; Μήπως δεν τον έζησα ίσαμε δω;

Ευχόμουν, ωστόσο, πού και πού, -και αυτό θα το ομολογήσω-, να με πετάξει κάποιος στη θάλασσα και ως το Μεξικό να ταξιδέψω. Όνειρα της ενηλικίωσης που δεν επέτρεψαν οι μέρες κι ο καιρός στην έξω μου ζωή. Κι ενώ έχω κατασταλάξει, ήρεμα τα βράδια πέφτω για ύπνο, με μόνο όνειρο στο Μεξικό μαζί με το γυάλινο σπιτάκι μου να βρεθώ μια μέρα.

Σήμερα το πρωί, όμως, συνέβη κάτι απροσδόκητο. Για κάποιο λόγο ανεξήγητο ξύπνησα στο λαιμό του μπουκαλιού. Δεν ξέρω πώς συνέβη αυτό. Είμαι απολύτως βέβαιος πως δεν μετακινήθηκα. Με τάραξε πολύ το μέρος στο οποίο βρέθηκα, κατά τη διάρκεια του ύπνου μου όπως φαίνεται, αφού τίποτα δεν θυμάμαι. Μάλιστα βρέθηκα τόσο ψηλά, που βλέπω το φελλό μακρύ και συμπαγή να με καλημερίζει.  

Ωχ!, αναφώνησα. Αίσθημα τρόμου και πανικού με κυρίευσε. Βλέπεις, ακόμα κι αν έχεις ξεμακρύνει απ’ τα ανθρώπινα, αδύνατο να τα αποβάλλεις όλα. Θα μάντεψες πως σκέφτομαι την πόρτα από φελλό να σπρώξω κι έξω να χυθώ, να ζήσω, όπως συνήθιζε παλιός φίλος να μου λέει: «Πάψε τις ιδέες σου και ζήσε! Ζήσε τη μικρή ζωούλα σου, μην ψάχνεις παραπέρα.» Μα να πώς ξανάμπλεξα, και τη μικρή ζωούλα μου ήσυχα καθώς ζούσα, να τες πάλι οι ιδέες μού τριβελίζουν το κεφάλι. Ας ηρεμήσω, σκέφτομαι. Εξάλλου το φελλό μόνος μου πώς θα σπρώξω; Από την πολυκαιρία και την αδράνεια είχε κλείσει σαν σιδερένια πόρτα που ο χρόνος σφράγισε μια και καλή –για πάντα.

Ομολογώ πως είχα ξεχάσει πώς είναι αντιμέτωπος μ’ ένα άνοιγμα να έρχεσαι. Μ’ έναν δυνητικό ορίζοντα, σκληρό σαν τοίχο ωστόσο. Τον πρώτο καιρό που κλείστηκα εθελουσίως εδώ μέσα, προσπάθησα πολλές φορές να τον ανοίξω κι έξω να βγω στον κόσμο τον γνωστό, μα γύριζα συνέχεια πίσω και σκεφτόμουν να τηρήσω την απόφαση που πήρα. Αλλά τώρα πάνε χρόνια που δεν ειδωθήκαμε από τόσο κοντά. Απ’ ότι φαίνεται η μοίρα μου σκληρά παιχνίδια παίζει. Πλησιάζω. Η δύναμή μου ή η αδυναμία μου εκείνη τη στιγμή μόνο εκεί με κατευθύνει. Πλησιάζω πολύ κοντά και τι να δω. Μικρό πέρασμα, απ' τη φθορά του χρόνου, ξεκάθαρα υπάρχει. Είμαι απολύτως βέβαιος. Σαν κλέφτης το λοιπόν και σαν διαρρήκτης ετοιμάζομαι να μπω μες στον ενδεχόμενο ορίζοντά μου. Αυτόν που πάλι στη ζωή θα με οδηγήσει. Και στη διάρκεια αυτή αναρωτιέμαι τι να συνέβη αυτή τη νύχτα; Ποια συμφορά, ποια συντέλεια; Προχωράω προς το άνοιγμα και βλέπω έξω σκοτεινιά. Παρόλα αυτά, θα ’πρεπε να ’χει ξημερώσει. Η περιέργεια με έχει κυριεύσει κι αισθήματα πολλά με διακατέχουν άτσαλα. Πλησιάζω ακόμα περισσότερο. Η σκοτεινιά και η ησυχία η απόλυτη. Αφού έφτασα ως εκεί, άλλη επιλογή δεν έχω. Ήρθε η ώρα από το γυάλινο σπίτι μου να δραπετεύσω. Το σύμπαν φαίνεται να έχει για μένα επιλέξει.

Φτάνω στο άνοιγμα, λοιπόν, περνώ την πύλη. Ο αέρας μυρίζει λάδι καυτό κι έρχεται πνιχτός καπνός από φουγάρα. Κανείς δεν προχωρά στους δρόμους. Στέκομαι όρθιος. Τα πόδια μου δεν με βαστάνε για πολύ. Βλέπεις πάνε χρόνια που έχω ν’ αντικρίσω τον κόσμο σ’ αυτή τη στάση. Ξάφνου σαν σκιά διακρίνω κάποιον από μακριά να έρχεται προς το μέρος μου. Φορά καπέλο και καπαρντίνα. Θα ορκιζόμουν ότι παίζω σε ταινία. Μου φαίνεται γνωστός, ωστόσο. Μα ναι, όσο πλησιάζει αναγνωρίζω τη μορφή του. Είναι ο καθηγητής μου της Φυσικής απ’ το πανεπιστήμιο. Έχουμε να βρεθούμε κοντά 30 χρόνια. Πώς γίνεται μετά από τέτοια περιπέτεια εκείνον πρώτα ν’ αντικρίζω; Κι ενώ κοιτάζω σαστισμένος, εκείνος όλο και πλησιάζει με μια έκφραση σιγουριάς σαν να ’ξερε πως εκεί τον περιμένω. Κύριε, του λέω, τι κάνετε εδώ; Τι συνέβη; Εγώ θα έπρεπε να σε ρωτώ, εκείνος αποκρίνεται: «Ηττηθήκαμε, Οδυσσέα. Το σύμπαν εξεδικήθη.»

                Και μ’ ένα γέλιο τρανταχτό σαν κεραυνός που ουρανούς ανοίγει, με προσπερνά και μπαίνει στο μπουκάλι. Σφραγίζει το φελλό και έχω μείνει μόνος να κοιτώ τον έξω κόσμο που ποθούσα.

Νίκη Κωνσταντοπούλου 

Τα πνευματικά δικαιώματα έχουν κατοχυρωθεί. 
Το σχέδιο με μελάνι ανήκει στον Ισπανό καλλιτέχνη Juan Gris (1887-1927)
Τίτλος του έργου: Etude de verre et bouteille, homme au canotier 




Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Πάντα φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου



«Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί» Τ. Λειβαδίτης



[Πάντα φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου]

Βομβαρδισμένος με κοιτάς
Τό ’να σου χέρι έχει φύγει
Ακουμπάει τον ώμο μου
Τό ’να σου πόδι έχει κοπεί
Μου το δίνεις ενθύμιο
Τα μάτια σου στάζουν στάχτες
Που μπαίνουν στα δικά μου
Και η φωνή σου η άφωνη
Σκίζει τα σωθικά μου.
Είναι Άνοιξη
Μα ο αλύπητος καιρός
Δεν λογαριάζει ούτε εσένα
Ούτε εμένα
Τον θάνατο κραδαίνει
Την κόλαση βλασταίνει
Μην απορείς για τίποτα
Μόνο
Να θυμάσαι
Να προφυλάγεσαι

Πρώτη δημοσίευση στο Τρένο της Ποίησης της Μαρίας Θεοφιλάκου
https://trenopoiisis.blogspot.com/2020/03/niki-konstantopoulou-wind-blowing.html?fbclid=IwAR3-uTXTIYIRtrZToSLwMQJ0mADSDYEkOXBVz66Mlx4urtHqBFjPgKaml1Y



[Ça souffle toujours aux carrefours du monde]


Sous les bombes tu me regardes
Ta main arrachée
Me touche l’épaule
Ton pied coupé
Tu me le donnes en souvenir
Des cendres suintent de tes yeux
Elles pénètrent les miens
Et ta voix aphone
Me déchire les entrailles.
C’est le printemps
Mais le temps impitoyable
Nous ignore
Toi comme moi
Il brandit la mort
Il engendre l’enfer
Ne t’étonne de rien
Rappelle-toi
Seulement
De te protéger

Traduction du grec: Danièle CHARRA