Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Η βιβλιοθήκη



Ακουμπισμένος στην παλιά, σκαλιστή πολυθρόνα, κατεργασμένη με τη σμίλη, με λεπτομέρεια και πάθος όπως η ζωή του, τράβηξε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθήκη ήταν καινούρια. Του την έκαναν δώρο τα παιδιά του. «Δεν μπορείς πια να ζεις ανάμεσα σε παλιατζούρες, μπαμπά», του είπαν. «Με τον πρώτο σεισμό η βιβλιοθήκη θα καταρρεύσει, δεν το βλέπεις; Θέλεις να σου ’ρθει καμιά ώρα στο κεφάλι να μας τρέχεις πάλι;» Ήταν πολύ αυστηρά τα παιδιά του, αλλά είχαν και δίκιο. Δεν άντεχε άλλο η βιβλιοθήκη. Όπως και τα άλλα έπιπλα δηλαδή. Πόση ζωή ν’ αντέξουν κι εκείνα; Είχαν αρχίσει να κατοικούνται από τερμίτες. Και οι τερμίτες δεν αστειεύονται. Είναι μεγάλη φαμίλια.

Του άλλαξαν όλη την επίπλωση. Κατάφερε να κρατήσει μόνο την ξυλόγλυπτη πολυθρόνα σαν λάφυρο στο ίδιο του το σπίτι. Τακτοποίησε τα βιβλία του ενοχλημένος στη νέα βιβλιοθήκη, κάπου κάπου μ’ έναν βαθύ πόνο ή αναστεναγμό, και προσπάθησε να κάνει μια νέα αρχή στο παλιό του σπίτι. Τα παιδιά του αυτό το αποκάλεσαν «ανανέωση». Εκείνος, όμως, το αισθανόταν σαν μετανάστευση εντός. Αυτή τη βιβλιοθήκη την είχε αγοράσει από έναν παλαιοπώλη στο Μοναστηράκι σε τιμή ευκαιρίας όπως του είχε πει, αφού είχε σμιλευτεί στην Τεργέστη. Ήταν λάτρης του ξύλου και των βιβλίων. Συλλέκτης με κυριότερο κριτήριο τη μυρωδιά. Ό, τι αγόραζε θα έπρεπε να ευωδιάζει την πρώτη του ύλη. Ειδικά με τη μυρωδιά του ξύλου ήταν σχεδόν εθισμένος. Θαρρείς κι όταν μύριζε το ξύλο ο εγκέφαλός του απελευθέρωνε μια ειδική ουσία που τον έφτανε στην ευτυχία.

Η νέα του βιβλιοθήκη ήταν άοσμη. Μοντέρνα και άοσμη. Τράβηξε τον «Ξένο» του Καμί από το ράφι. Ήταν λάτρης της γαλλικής λογοτεχνίας. Ο Ξένος είναι το βιβλίο που του άλλαξε τη ζωή. Το πρωτοδιάβασε στα τριάντα του και από τότε μέχρι σήμερα δώδεκα φορές. Προσπάθησε να περάσει την ίδια αγάπη και στα παιδιά του, αλλά θες η τηλεόραση, η τεχνολογία, οι εποχές που αγρίευαν, δεν τα κατάφερε. Ο γονιός έχει εχθρούς στο ανάθρεμμα των παιδιών του. Τα συστήματα. Τα συστήματα είναι πολλά, πώς να τα βάλεις μαζί τους;

Κάθισε στην ξυλόγλυπτη πολυθρόνα και ξεκίνησε να διαβάζει τον Ξένο για δέκατη τρίτη φορά. Αγαπούσε πολύ την επανάληψη. Τον βοηθούσε να καταλάβει το συγγραφέα και τον εαυτό του. Η επιμονή τον έκανε εξαιρετικό αναγνώστη. Και στα παιδιά του το ίδιο έλεγε: «Να επιμένετε, αυτό είναι το μυστικό της ζωής». Έφτασε μεμιάς στη σελίδα 25 χωρίς διάλειμμα και έπειτα σηκώθηκε να φτιάξει το γάλα του, όταν το βιβλίο τού έπεσε από τα χέρια. Δεν μπορούσε να σκύψει. Πρόσφατα είχε χειρουργηθεί και ο γιατρός τού το είχε απαγορεύσει. Και αν έσκυβε και πάθαινε τίποτα, ποιος άκουγε τα παιδιά του μετά. Είχε αγχωθεί. Κοιτούσε μία το βιβλίο στο πάτωμα, μία τη βιβλιοθήκη, μία τα χέρια του. Σκέφτηκε να χτυπήσει στο γείτονα να του ζητήσει να σηκώσει το βιβλίο από κάτω. Μα ντρεπόταν. Ντρεπόταν να δει ο γείτονας τη νέα του βιβλιοθήκη. 

Έτσι, έφτιαξε το γάλα και πήγε στο κρεβάτι. Ο Ξένος θα έμενε όλη νύχτα στο πάτωμα και εκείνος στο κρεβάτι μέχρι να έρθουν τα παιδιά του το επόμενο πρωί να τους φροντίσουν και τους δυο. Δυο ξένους στο ίδιο σπίτι.

Νίκη Κωνσταντοπούλου
                                                                                                                              
Τα πνευματικά δικαιώματα έχουν κατοχυρωθεί.
Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο.