Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Δύο ποιήματά μου στη μικρή ανθολογία για τους πρόσφυγες από το Στίγμα Λόγου



NIKH ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ


Από τη συλλογή Απόψε νιώθω μια ντροπή, εκδ. Περί τεχνών, 2014

ΑΠΟΨΕ ΝΙΩΘΩ ΜΙΑ ΝΤΡΟΠΗ

Απόψε νιώθω μια ντροπή
που πάει και βασιλεύει
σε μία θάλασσα πικρή
που με αίμα γαληνεύει.

Απόψε νιώθω μια πληγή
βαθιά να ξεριζώνει
μία ανείπωτη φυγή
που ελπίδες ενσαρκώνει.

Από ένα μέσο φουσκωτό
βρώμικα ναυλωμένο
βουτάω μέσα στο βυθό
κουφάρι φαγωμένο.

Γίνομαι αύρα και νερό
τροφή κι απομεινάρι
για ένα λαό απύθμενο
κόκκινο συναξάρι.

Γίνομαι στάση και σταθμός,
δρόμος και μονοπάτι
και ταξιδεύω μοναχός
μ’ ένα σταυρό στην πλάτη.

*

Από τη συλλογή Εγώ, απέναντι, εκδ. Βακχικόν 2017

Ή

Είναι ένα νεογέννητο παιδί
που κυοφορεί και αυτό
ελπίδες, όνειρα, και απόψεις
που κάποτε θα πει ή δεν θα πει
που κάποτε μ’ αυτές θα πορευτεί ή όχι.
Αυτό το διαζευκτικό το ή
που θα το ταλαιπωρήσει πιο πολύ
κανείς δεν θα είναι εκεί
να του το εξηγήσει.
Κι έτσι με λίγη τύχη θα ζει
με λίγη ζωή και προσμονή
μέχρι σε λήθαργο να πέσει
στο σύμπαν πάλι να επιστρέψει
σαν επιταγή τυφλή τη μοίρα θα διατρέξει.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Κατολίσθηση



Είναι καλοκαίρι. Η ζέστη πυρώνει το μέτωπό μας. Είναι καιρός που αναζητούσαμε λίγη πολύτιμη δροσιά στο βουνό. Κι όμως, τη ζέστη του μεσημεριού δεν την αποφεύγεις πουθενά. Συνεχίζουμε την πεζοπορία με σκοπό να βρούμε το πολυπόθητο κρύο ποτάμι που μας έχουν πει προκειμένου να δροσιστούμε. Έχουμε φύγει 3 μέρες από την πόλη προσπαθώντας να ξεχάσουμε τον καύσωνα, τη ρουτίνα και τα προβλήματα.

Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο ξάδερφός μου, ο οποίος με ενημερώνει για μια δουλειά. Δεν θέλω. Δεν θέλω να με παίρνουν τηλέφωνο για καμία δουλειά στην οποία πρέπει να καταθέσω πεντακόσια χαρτιά για να πάρω -στην καλύτερη- μια απάντηση απόρριψης. Του λέω ευγενικά πως είμαι διακοπές και πως κάνω αποτοξίνωση από τις αιτήσεις. Δεν δείχνει να καταλαβαίνει. Τέλος πάντων, κλείνουμε.

Καθώς προχωράμε προς το ποτάμι, είμαστε περίπου εκατό άτομα πεζοπόροι, αρχίζει να συννεφιάζει. Αναρωτιόμαστε όλοι γι’ αυτή την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας. Κάποιοι λένε πως το είχαν δει στο μετεωρολογικό δελτίο, ο εκπαιδευτής μάς λέει πως δεν είδε τίποτα και να μη φοβόμαστε, δεν υπάρχει περίπτωση να βρέξει. Δεν με πολυενδιαφέρει και να βρέξει αλλά αυτό το «δεν υπάρχει περίπτωση» έχω πάψει από καιρό να το πιστεύω. Υπάρχει περίπτωση για όλα και για τίποτα. Εμείς νομίζουμε πως μπορούμε να προβλέψουμε την περίπτωση· μια ψευδαίσθηση από τις πολλές που τρέφουμε. Αν βρέξει, έβρεξε, τους λέω. Εξάλλου τι μπορούμε να κάνουμε τώρα; Φτάνουμε στο ποτάμι.

Σε ένα τέταρτο ήμασταν εκεί. Πέφτω από τους πρώτους. Το νερό κρύο, χτυπάει το κορμί μου, που από την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας μουδιάζει και γίνεται σχεδόν μπλε. Όμως δεν με νοιάζει. Κολυμπάω. Πέφτουν και άλλοι δίπλα μου. Καθώς κολυμπάω βλέπω σε κοντινή απόσταση τα σπιτάκια-καταφύγια κάποιων βοσκών και κάποιες αντιπυρικές ζώνες. Βρύα και λειχήνες βγαίνουν στις όχθες και μεγάλες καλαμιές μπαίνουν ως βαθιά στο ποτάμι, το οποίο ρέει με αρκετή ορμή. Ωστόσο δεν είναι πολύ βαθύ και δεν τρομάζω. Βλέπω τα σύννεφα να πυκνώνουν. Πλησιάζω τον δάσκαλο και του λέω μήπως θα ήταν καλύτερα να βγούμε γιατί νομίζω πως το ποτάμι αρχίζει και φουσκώνει. «Μην ανησυχείς», μου λέει, «τα σύννεφα είναι παροδικά. Δεν πρόκειται να βρέξει». Δεν επιμένω, αν και αρχίζω λίγο να ανησυχώ. Οι πρώτες χοντρές ψιχάλες πέφτουν και κάποιοι αρχίζουν να βγαίνουν. Ο εκπαιδευτής προσπαθεί να τους καθησυχάσει να μείνουν, λέγοντάς τους πως η βροχή δεν πρόκειται να δυναμώσει.

Παρατηρώ πως το βουνό είναι απότομο με πέτρες και βράχους και πως σε μια δυνατή βροχή θα μπορούσαμε ακόμα και να κινδυνεύσουμε. Οι πρώτες αστραπές κάνουν την εμφάνισή τους. «Νίκο», λέω στον εκπαιδευτή, «πρέπει να απομακρυνθούμε. Θα βρέξει. Αν υποχωρήσουν οι πέτρες θα είναι επικίνδυνο. Καλύτερα να πάμε σε εκείνα εκεί τα καταφύγια των βοσκών και να περιμένουμε. Αν βρέξει, τουλάχιστον εκεί θα είμαστε προστατευμένοι». Ο Νίκος τσαντίζεται. Μου λέει πως του κάνω υποδείξεις για τη δουλειά του, πως κάνει πεζοπορία 10 χρόνια σ’ αυτό το ποτάμι και πως το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να πάψω να πανικοβάλλω τον κόσμο. Ευτυχώς, σκέφτομαι, που δεν έχουμε μαζί μας παιδιά.

Σε λιγότερο από 10 λεπτά ξεσπάει φοβερή καταιγίδα με τους περισσότερους να είναι μέσα στο ποτάμι και να μην μπορούν να βγουν. Σκίζω τις πατούσες μου στην προσπάθειά μου να βγω και προσπαθώ να βρω ξύλα προκειμένου να τους δώσω να κρατηθούν για να καταφέρουν να βγουν. Ο Νίκος είναι άφαντος. Αρχίζουν να ουρλιάζουν από το φόβο τους, φωνάζουν βοήθεια και λένε πως θα πνιγούν. Με τον φίλο μου καταφέρνουμε να τους βγάλουμε όλους. Tους λέω πως πρέπει να κατευθυνθούμε στα σπιτάκια των βοσκών δείχνοντάς τους πού είναι. Παρατηρώ συνεχώς αν οι πέτρες βρίσκονται στη θέση τους.

Φτάνουμε με δυσκολία γεμάτοι λάσπες. Εκεί περιμένει ο Νίκος. Έχει προφτάσει να δημιουργήσει ένα πέρασμα από φύλλα και πέτρες που οδηγεί στο καταφύγιο και στα χέρια του κρατάει κάτι χαρτιά με ονόματα. «Τι κάνεις»; του φωνάζω. «Πού ήσουν; Γιατί μας άφησες μόνους εκεί κάτω; Και τι είναι αυτά τα χαρτιά»; Μου γνωστοποιεί ατάραχος πως δεν θα χωρέσουμε όλοι στο σπιτάκι και πως κάθε ένας που περνάει πρέπει να δίνει τα στοιχεία του.

Ποια στοιχεία;, σκέφτομαι. Είναι δυνατόν; Αν δεν πνιγούμε, θα μας τσακίσουν οι βράχοι που θα κυλήσουν από λεπτό σε λεπτό. «Νίκο, άφησέ μας να μπούμε τώρα όλοι μέσα. Θα χωρέσουμε. Φύγε! Κάνε στην άκρη!», του φωνάζω. Και τότε αποκρίνονται οι μπροστινοί μου με αγανάκτηση: «Να περιμένεις τη σειρά σου. Εμείς προηγούμαστε.» Ο φίλος μου βγαίνει εκτός εαυτού. Αρχίζει να οδύρεται και να φωνάζει πως όση ώρα αυτοί έπιαναν τη σειρούλα τους στην ουρά, εμείς προσπαθούσαμε να σώσουμε τον κόσμο που παραλίγο θα πνιγόταν στα ορμητικά νερά του ποταμού, το οποίο ο Νίκος γνώριζε πολύ καλά και δεν δεχόταν υποδείξεις γι’ αυτό. 

          «Είστε αγνώμονες!», φωνάζει ο Νίκος. «Μπείτε στη σειρά, ειδάλλως φύγετε». Δεν αντέχω αυτή την αδικία. «Θα ευχόμουν να έπεφτε ο βράχος να σε πλάκωνε», φωνάζω του Νίκου και ούτε ξέρω πώς καταφέρνει η ευγενική μου φύση να ξεστομίσει τέτοια κατάρα. «Μην ανησυχείς», μου λέει ψύχραιμος και αυτό με ερεθίζει ακόμα περισσότερο. «Κι εγώ να μην είμαι, θα αναλάβει άλλος να κρατά τα στοιχεία σας. Όλοι δεν χωράτε. Πάρ’ το χαμπάρι». Θεέ μου, σκέφτομαι, τι θράσος! Πηγαίνω στον κόσμο που περιμένει πίσω από μένα. Τους εξηγώ πως πρέπει να φύγουμε από εκεί. Να κατευθυνθούμε στο άλλο καταφύγιο που φαίνεται να είναι τουλάχιστον μισό χιλιόμετρο μακριά. Βρέχει καταρρακτωδώς. Τα πόδια μας βουλιάζουν στις λάσπες. «Δεν θα καταφέρουμε να φτάσουμε», φωνάζει ο πίσω μου. «Θα πέσουν οι βράχοι και θα μας πλακώσουν. Εμείς θα μείνουμε εδώ και θα περιμένουμε τη σειρά μας», μου λένε.

           «Η σειρά στην οποία περιμένετε σας οδηγεί σε βέβαιο θάνατο», τους απαντώ. «Και ποιος είσαι εσύ; Ο Θεός;» μου λέει κάποιος ειρωνικά. Θα εκραγώ. Δεν αντέχω. Για λίγο μένω ακίνητη. Καρφώνω με το βλέμμα μου τον μπροστινό μου. Έχει ένα τατουάζ, μια βιβλική μορφή. Τι να απεικονίζει; σκέφτομαι σε μια ώρα τελείως ακατάλληλη για περιττές σκέψεις. Λες πριν απ’ το θάνατο να κάνουμε περιττές σκέψεις έχοντας δεχτεί υποσυνείδητα την φυγή μας από αυτόν τον κόσμο; Ξαφνικά, νιώθω να παγώνουν τα πάντα γύρω μου σαν να γίνεται μια παύση σε κινηματογραφικό φιλμ. Κι έπειτα επανεκκίνηση σε slow motion. Στρέφω το βλέμμα μου στο βουνό. Ο βράχος έχει ξεκολλήσει και κατεβαίνει. Τα λιθάρια προηγούνται. Σέρνουν το ένα το άλλο ρυθμικά και συντονισμένα. Η βιβλική μορφή στο τατουάζ του μπροστινού μου, μού απλώνει το χέρι. Κάνω να το δώσω. «Όχι!» μου φωνάζει ο φίλος μου.

            Ξυπνάω απότομα. Στο ραδιόφωνο ακούγεται ένα δημοτικό τραγούδι. Έξω κάνει χαρά Θεού. Κοιτάζω το κινητό μου που είναι ακουμπισμένο στο κομοδίνο. Έχω μήνυμα από τον ξάδερφό μου. Μου έχει στείλει πληροφορίες για μια δουλειά. Η προθεσμία λήγει αύριο. Σηκώνομαι και κάνω καφέ. Πάω στον υπολογιστή μου και ξεκινάω να συμπληρώνω την αίτηση.
                                                                              
Νίκη Κωνσταντοπούλου
Τα πνευματικά δικαιώματα έχουν κατοχυρωθεί.
Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο.


              

Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Ευχαριστώ το Φρέαρ για τη δημοσίευση του ποιήματος "Το τίμημα".

http://frear.gr/?p=24996&fbclid=IwAR28Boif5GahipwA3u7dZ9Tx-jbO_cJh4dWhumktLxSMzw0PHkv_v8T1C0A


                                                                               

                                                  «Μια νύχτα πήρα την Ομορφιά στα γόνατά μου.
                                                       Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα.»

                                                                           Arthur Rimbaud

Tα πόδια της σκίζουν το πάτωμα και ακούγεται.
Όχι Όχι Όχι.
Δεν πρέπει να ακούγεται τίποτα περιττό
δεν πρέπει οι θεατές να βλέπουν καμιά ατέλεια, καμιά ταλαιπωρία.
Πρέπει να είναι τέλεια, τέλεια.
Ας πονάει πολύ, ας υποφέρει άλλο τόσο.
Πρέπει να υποφέρει αλλά πρωτίστως πρέπει να είναι τέλεια.
Τόσο τέλεια που το κοινό να περιμένει την αδύναμη στιγμή της,
την αποδόμηση του κορμιού και της ψυχής της. (Εκεί ποντάρει)
Χόρεψε, μπαλαρίνα. Χόρεψέ μας.
Πρέπει να μας χορεύεις μέχρι τέλους, μέχρι θανάτου
χωρίς ποτέ, ποτέ να παραπονιέσαι. (Δεν έχεις δικαίωμα να παραπονιέσαι)
Αυτό είναι το τίμημα της σκάλας που έχεις χτίσει με το θείο.
Νόμιζες πως έτσι κερδίζεται η αθανασία;
Σπάσε το κορμί σου, λύγισε κι άλλο κι άλλο,
ανέβα πιο ψηλά στις μύτες των ποδιών σου.
Και η πλάτη ίσια. Με χάρη.
Πρέπει να φαίνεσαι όμορφη όταν πονάς.
Και γελαστή. Και χαρούμενη. Και κομψή.
Ανέβα κι άλλο. Κι άλλο.
Πόνεσε κι άλλο, κι άλλο.


Πρόσεχε, μπαλαρίνα.
Καραδοκούν όλοι οι θνητοί
την ώρα που χορεύεις.
Στοιχηματίζουν πάνω σου
ως και τους εαυτούς τους.
Μην τα δίνεις όλα, μπαλαρίνα.
Θα σε κατασπαράξουν.

Νίκη Κωνσταντοπούλου

Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Η βιβλιοθήκη



Ακουμπισμένος στην παλιά, σκαλιστή πολυθρόνα, κατεργασμένη με τη σμίλη, με λεπτομέρεια και πάθος όπως η ζωή του, τράβηξε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθήκη ήταν καινούρια. Του την έκαναν δώρο τα παιδιά του. «Δεν μπορείς πια να ζεις ανάμεσα σε παλιατζούρες, μπαμπά», του είπαν. «Με τον πρώτο σεισμό η βιβλιοθήκη θα καταρρεύσει, δεν το βλέπεις; Θέλεις να σου ’ρθει καμιά ώρα στο κεφάλι να μας τρέχεις πάλι;» Ήταν πολύ αυστηρά τα παιδιά του, αλλά είχαν και δίκιο. Δεν άντεχε άλλο η βιβλιοθήκη. Όπως και τα άλλα έπιπλα δηλαδή. Πόση ζωή ν’ αντέξουν κι εκείνα; Είχαν αρχίσει να κατοικούνται από τερμίτες. Και οι τερμίτες δεν αστειεύονται. Είναι μεγάλη φαμίλια.

Του άλλαξαν όλη την επίπλωση. Κατάφερε να κρατήσει μόνο την ξυλόγλυπτη πολυθρόνα σαν λάφυρο στο ίδιο του το σπίτι. Τακτοποίησε τα βιβλία του ενοχλημένος στη νέα βιβλιοθήκη, κάπου κάπου μ’ έναν βαθύ πόνο ή αναστεναγμό, και προσπάθησε να κάνει μια νέα αρχή στο παλιό του σπίτι. Τα παιδιά του αυτό το αποκάλεσαν «ανανέωση». Εκείνος, όμως, το αισθανόταν σαν μετανάστευση εντός. Αυτή τη βιβλιοθήκη την είχε αγοράσει από έναν παλαιοπώλη στο Μοναστηράκι σε τιμή ευκαιρίας όπως του είχε πει, αφού είχε σμιλευτεί στην Τεργέστη. Ήταν λάτρης του ξύλου και των βιβλίων. Συλλέκτης με κυριότερο κριτήριο τη μυρωδιά. Ό, τι αγόραζε θα έπρεπε να ευωδιάζει την πρώτη του ύλη. Ειδικά με τη μυρωδιά του ξύλου ήταν σχεδόν εθισμένος. Θαρρείς κι όταν μύριζε το ξύλο ο εγκέφαλός του απελευθέρωνε μια ειδική ουσία που τον έφτανε στην ευτυχία.

Η νέα του βιβλιοθήκη ήταν άοσμη. Μοντέρνα και άοσμη. Τράβηξε τον «Ξένο» του Καμί από το ράφι. Ήταν λάτρης της γαλλικής λογοτεχνίας. Ο Ξένος είναι το βιβλίο που του άλλαξε τη ζωή. Το πρωτοδιάβασε στα τριάντα του και από τότε μέχρι σήμερα δώδεκα φορές. Προσπάθησε να περάσει την ίδια αγάπη και στα παιδιά του, αλλά θες η τηλεόραση, η τεχνολογία, οι εποχές που αγρίευαν, δεν τα κατάφερε. Ο γονιός έχει εχθρούς στο ανάθρεμμα των παιδιών του. Τα συστήματα. Τα συστήματα είναι πολλά, πώς να τα βάλεις μαζί τους;

Κάθισε στην ξυλόγλυπτη πολυθρόνα και ξεκίνησε να διαβάζει τον Ξένο για δέκατη τρίτη φορά. Αγαπούσε πολύ την επανάληψη. Τον βοηθούσε να καταλάβει το συγγραφέα και τον εαυτό του. Η επιμονή τον έκανε εξαιρετικό αναγνώστη. Και στα παιδιά του το ίδιο έλεγε: «Να επιμένετε, αυτό είναι το μυστικό της ζωής». Έφτασε μεμιάς στη σελίδα 25 χωρίς διάλειμμα και έπειτα σηκώθηκε να φτιάξει το γάλα του, όταν το βιβλίο τού έπεσε από τα χέρια. Δεν μπορούσε να σκύψει. Πρόσφατα είχε χειρουργηθεί και ο γιατρός τού το είχε απαγορεύσει. Και αν έσκυβε και πάθαινε τίποτα, ποιος άκουγε τα παιδιά του μετά. Είχε αγχωθεί. Κοιτούσε μία το βιβλίο στο πάτωμα, μία τη βιβλιοθήκη, μία τα χέρια του. Σκέφτηκε να χτυπήσει στο γείτονα να του ζητήσει να σηκώσει το βιβλίο από κάτω. Μα ντρεπόταν. Ντρεπόταν να δει ο γείτονας τη νέα του βιβλιοθήκη. 

Έτσι, έφτιαξε το γάλα και πήγε στο κρεβάτι. Ο Ξένος θα έμενε όλη νύχτα στο πάτωμα και εκείνος στο κρεβάτι μέχρι να έρθουν τα παιδιά του το επόμενο πρωί να τους φροντίσουν και τους δυο. Δυο ξένους στο ίδιο σπίτι.

Νίκη Κωνσταντοπούλου
                                                                                                                              
Τα πνευματικά δικαιώματα έχουν κατοχυρωθεί.
Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο. 



Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Το κορίτσι που πέρασε απέναντι


-        
             - «Μανό, είναι ώρα να φύγουμε», φώναξε η δασκάλα του ορφανοτροφείου.
-          - «Λίγο ακόμη κυρία», παρακάλεσε η Μανό.

Η Μανό ζούσε σε ορφανοτροφείο στη Βόρεια Νορμανδία. Η μητέρα της την άφησε εκεί όταν ήταν δύο χρονών. Έκτοτε, τα ίχνη της χάθηκαν. Η Μανό δεν ρώτησε ξανά για εκείνη, ούτε έχει και κάποια ανάμνηση, πέρα από ένα όστρακο που είχε κρατήσει μάλλον από κάποια βόλτα τους στις νορμανδικές ακτές. Για τον πατέρα της δεν γνώριζε απολύτως τίποτα.

Ήταν πια εννέα χρονών. Ενώ ήταν με όλους ευγενική, δεν είχε καμία επιθυμία να είναι μέλος μιας παρέας. Περνούσε ώρες ατέλειωτες με το να περιεργάζεται το όστρακό της, το οποίο ήταν γι’ αυτή κάτι σαν φυλαχτό. Το είχε συνεχώς μαζί της. Κοιτούσε το λευκό χρώμα του με τις ασημένιες λεπτές γραμμές που μπλέκονταν μέσα στο κυκλικό του άνοιγμα σαν κόσμημα χειροποίητο που κάποιος είχε σμιλεύσει με μεγάλη μαεστρία. Συχνά το έφερνε κοντά στα μάτια της προσπαθώντας να κοιτάξει μέσα του σαν να κρυβόταν εκεί το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου. Και του ψιθύριζε σιγανά, λόγια που μόνο εκείνη ήξερε και καταλάβαινε.

Κάθε Κυριακή, όταν ο καιρός το επέτρεπε, η δασκάλα του ορφανοτροφείου πήγαινε τα κορίτσια βόλτα στις ακτές. Η Μανό έπαιρνε μαζί το όστρακό της και καθόταν μακριά από τα άλλα παιδιά. Δεν έπαιζε ποτέ. Μόνο χάραζε με το όστρακο στην άμμο ανεξήγητα σχέδια, που της έφερναν ένα απροσδόκητο χαμόγελο κι έκαναν τα μάτια της να σπινθηροβολούν. Ύστερα ερχόταν η παλίρροια και τα έσβηνε όλα. Διασκέδαζε πολύ με την παλίρροια, παρόλο που της προκαλούσε μια ταραχή, μια αίσθηση σαν ρίγος που διαπερνούσε ανάγλυφα το παιδικό κορμί της, κάτι που η ίδια αδυνατούσε να εξηγήσει με λέξεις. Ωστόσο, μέσα της γνώριζε -σαν από αρχέγονη γνώση- για τι επρόκειτο, αφού για εκείνη, αυτό το περίεργο αλλά οικείο συναίσθημα έμοιαζε να ενυπάρχει από πάντα. Αποτελούσε κάτι σαν παιδική ανάμνηση από εκείνες που τα μωρά ασυνείδητα απολαμβάνουν όταν είναι ακόμη στα σπάργανα με τα οποία τα τύλιγε ευλαβικά και μεθοδικά η μάνα τους. 

Όταν η θερμοκρασία έπεφτε υπό το μηδέν, η δασκάλα πήγαινε τα κορίτσια βόλτα σε μια κοντινή λίμνη προκειμένου ν’ αποφύγουν τον δυνατό αέρα της ακτής. Στη λίμνη η Μανό περνούσε υπέροχα. Ένιωθε σαν να βρίσκεται στο φυσικό της περιβάλλον. Χανόταν για ώρες παρακολουθώντας τα ήσυχα νερά της, το βαθύ πράσινο χρώμα και τις πυκνές σημύδες από το αντικρινό δάσος. Ανάμεσα στις σημύδες, γυναικείες μορφές έκαναν βόλτα χαμογελαστές πετώντας στον αέρα. Μάταια η δασκάλα την παρακαλούσε να παίξει με τα άλλα παιδιά. Η Μανό έπαιζε κρυφτό με τις μορφές του δάσους και κάθε φορά περίμενε πώς και πώς να τις δει να ξεπροβάλλουν μέσα από τα ψηλά και αδύνατα δέντρα. Τραγουδούσε ψιθυριστά στο όστρακό της κι εκείνες αποκρίνονταν στο σιγανό τραγούδι της. 

Πάρτε με μακριά
Να ζω μέσα στη λίμνη
Και κάθε που ξυπνώ
Να γίνομαι νερό.

Όμως αδυνατούσε να πλησιάσει πιο κοντά. Για να γίνει αυτό έπρεπε να διασχίσει τη λίμνη και η Μανό δεν ήξερε να κολυμπάει. Χώρια που αν η δασκάλα έβλεπε μια τέτοια κίνηση, θα επιχειρούσε αμέσως να την αποτρέψει. Και η δασκάλα είχε συνέχεια το βλέμμα της στη Μανό. Έτσι, μπορούσε να επικοινωνεί μαζί τους μόνο μέσω του τραγουδιού, που περνώντας από το όστρακο έφτανε στις γυναικείες μορφές και εκείνες της επέστρεφαν τα λόγια. Η Μανό, ωστόσο, δεν συμβιβαζόταν. Συλλογιζόταν με ποιο τρόπο θα μπορέσει να διασχίσει τη λίμνη για να φτάσει κοντά τους. Αυτό για εκείνη αποτελούσε κάτι σαν σχέδιο ζωής, το οποίο καρτερικά ετοίμαζε μέχρι να νιώσει έτοιμη να το πραγματοποιήσει.

Οι βόλτες στη λίμνη συνεχίστηκαν και η Μανό ήταν πια δεκαέξι χρονών. Τα μαλλιά της έλουζαν τους λευκούς ώμους της και τα μάτια της μεγάλωναν από προσμονή. Όλα αυτά τα χρόνια μία από τις γυναικείες μορφές με μακριά κοκκινόξανθα μαλλιά σαν τα δικά της ερχόταν στον ύπνο της ψιθυρίζοντάς της γλυκά και χαμογελαστά «Πέρνα στην απέναντι όχθη, σε περιμένω».  Η Μανό ξυπνούσε πάντα ιδρωμένη και σκεφτόταν με ποιον τρόπο θα περάσει τη λίμνη να πάει κοντά στις μορφές που ένιωθε τόσο δικές της σαν να ανήκαν στην ίδια οικογένεια.

Μια μέρα, μην μπορώντας ν’ αντέξει άλλο, το αποφάσισε. Θα το έσκαγε από το ορφανοτροφείο και θα διέσχιζε τη λίμνη με τα πόδια. Ήξερε πως δεν είναι πολύ βαθιά και τώρα πια είχε ψηλώσει πολύ. Θα τα κατάφερνε. Το περιβάλλον του ορφανοτροφείου γινόταν για εκείνη όλο και πιο πνιγηρό και ένιωθε διαρκώς πως η θέση της δεν ήταν εκεί.

Έτσι, τη νύχτα που κοιμήθηκαν όλοι, φόρεσε το μακρύ, γαλαζοπράσινο φόρεμά της και, πολύ προσεκτικά, βγήκε από το ίδρυμα χωρίς να τη δει κανείς. Έτρεξε στη λίμνη. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και τα νερά της λίμνης ήταν κατάμαυρα. Η επιθυμία της όμως να βρεθεί απέναντι ξεπερνούσε κάθε φόβο.

Μπήκε στα λασπώδη νερά και άρχισε να περπατά. Άγρια φυτά περικύκλωναν τα γυμνά της πόδια μα εκείνη δεν έδειχνε να φοβάται. Συνέχιζε να περπατά αποφασισμένη. Στη μέση της απόστασης το νερό άρχισε να βαθαίνει. Έφτανε πια μέχρι το λαιμό της. Ωστόσο, είχε ακούσει από τους ψαράδες, που διατηρούσαν παραλίμνιες οικίες και τους οποίους η Μανό παρακολουθούσε με προσοχή κάθε φορά που η δασκάλα πήγαινε εκεί τα κορίτσια εκδρομή, ότι δεν είναι βαθιά, και περιέργως ήταν πεπεισμένη πως θα συνέχιζε έτσι μέχρι να περάσει απέναντι. Κρατούσε ψηλά το όστρακό της, το οποίο έφερνε στο στόμα για να ψιθυρίζει το τραγούδι της προκειμένου να καλέσει τις γυναικείες μορφές που ήταν άφαντες  μέχρι ώρας.

Η Μανό συνέχιζε να περπατά με περίσσια τόλμη, σαν εκείνη που ανήκει στα παιδιά που χαίρουν άγνοιας κινδύνου αλλά και τους μαχητές της ζωής των οποίων ο ζήλος και η θερμή καρδιά τους δεν γνωρίζει τρόμο. Η πεποίθησή της δεν την πρόδιδε. Το κρύο νερό διαπερνούσε κάθε ικμάδα του κορμιού της αλλά εκείνη χωρίς να διαμαρτύρεται συνέχιζε σαν να μην ένιωθε καμιά ανθρώπινη κακουχία. Το βάθος όμως μεγάλωνε και εκείνη δεν έμαθε ποτέ να κολυμπάει. Αίφνης, με ένα βήμα η Μανό χάθηκε στο βυθό μαζί με το όστρακό της.

Η πανσέληνος φώτιζε τις ξανθοκόκκινες τούφες των μαλλιών της που ιρίδιζαν μέσα από τα βαθιά σκούρα νερά της λίμνης μέχρι κι εκείνες να εξαφανιστούν τελείως. Φάνηκε μια μικρή κίνηση στην επιφάνεια και μετά όλα επανήλθαν στον λιμνάζοντα ρυθμό τους. Η νύχτα έπεφτε βαθιά και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι άγρυπνες κουκουβάγιες μέσα από τις κοιλότητες των δέντρων. Οι γυναικείες μορφές δεν ήρθαν ποτέ. Το τραγούδι της, όμως, ήχησε σε όλη τη λίμνη και σε όλο το δάσος.

Πάρ(τ)ε με μακριά
Να ζω μέσα στη λίμνη
Και κάθε που ξυπνώ
Να γίνομαι νερό.


Νίκη Κωνσταντοπούλου 

Τα πνευματικά δικαιώματα έχουν κατοχυρωθεί.