Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Το κορίτσι που πέρασε απέναντι


-        
             - «Μανό, είναι ώρα να φύγουμε», φώναξε η δασκάλα του ορφανοτροφείου.
-          - «Λίγο ακόμη κυρία», παρακάλεσε η Μανό.

Η Μανό ζούσε σε ορφανοτροφείο στη Βόρεια Νορμανδία. Η μητέρα της την άφησε εκεί όταν ήταν δύο χρονών. Έκτοτε, τα ίχνη της χάθηκαν. Η Μανό δεν ρώτησε ξανά για εκείνη, ούτε έχει και κάποια ανάμνηση, πέρα από ένα όστρακο που είχε κρατήσει μάλλον από κάποια βόλτα τους στις νορμανδικές ακτές. Για τον πατέρα της δεν γνώριζε απολύτως τίποτα.

Ήταν πια εννέα χρονών. Ενώ ήταν με όλους ευγενική, δεν είχε καμία επιθυμία να είναι μέλος μιας παρέας. Περνούσε ώρες ατέλειωτες με το να περιεργάζεται το όστρακό της, το οποίο ήταν γι’ αυτή κάτι σαν φυλαχτό. Το είχε συνεχώς μαζί της. Κοιτούσε το λευκό χρώμα του με τις ασημένιες λεπτές γραμμές που μπλέκονταν μέσα στο κυκλικό του άνοιγμα σαν κόσμημα χειροποίητο που κάποιος είχε σμιλεύσει με μεγάλη μαεστρία. Συχνά το έφερνε κοντά στα μάτια της προσπαθώντας να κοιτάξει μέσα του σαν να κρυβόταν εκεί το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου. Και του ψιθύριζε σιγανά, λόγια που μόνο εκείνη ήξερε και καταλάβαινε.

Κάθε Κυριακή, όταν ο καιρός το επέτρεπε, η δασκάλα του ορφανοτροφείου πήγαινε τα κορίτσια βόλτα στις ακτές. Η Μανό έπαιρνε μαζί το όστρακό της και καθόταν μακριά από τα άλλα παιδιά. Δεν έπαιζε ποτέ. Μόνο χάραζε με το όστρακο στην άμμο ανεξήγητα σχέδια, που της έφερναν ένα απροσδόκητο χαμόγελο κι έκαναν τα μάτια της να σπινθηροβολούν. Ύστερα ερχόταν η παλίρροια και τα έσβηνε όλα. Διασκέδαζε πολύ με την παλίρροια, παρόλο που της προκαλούσε μια ταραχή, μια αίσθηση σαν ρίγος που διαπερνούσε ανάγλυφα το παιδικό κορμί της, κάτι που η ίδια αδυνατούσε να εξηγήσει με λέξεις. Ωστόσο, μέσα της γνώριζε -σαν από αρχέγονη γνώση- για τι επρόκειτο, αφού για εκείνη, αυτό το περίεργο αλλά οικείο συναίσθημα έμοιαζε να ενυπάρχει από πάντα. Αποτελούσε κάτι σαν παιδική ανάμνηση από εκείνες που τα μωρά ασυνείδητα απολαμβάνουν όταν είναι ακόμη στα σπάργανα με τα οποία τα τύλιγε ευλαβικά και μεθοδικά η μάνα τους. 

Όταν η θερμοκρασία έπεφτε υπό το μηδέν, η δασκάλα πήγαινε τα κορίτσια βόλτα σε μια κοντινή λίμνη προκειμένου ν’ αποφύγουν τον δυνατό αέρα της ακτής. Στη λίμνη η Μανό περνούσε υπέροχα. Ένιωθε σαν να βρίσκεται στο φυσικό της περιβάλλον. Χανόταν για ώρες παρακολουθώντας τα ήσυχα νερά της, το βαθύ πράσινο χρώμα και τις πυκνές σημύδες από το αντικρινό δάσος. Ανάμεσα στις σημύδες, γυναικείες μορφές έκαναν βόλτα χαμογελαστές πετώντας στον αέρα. Μάταια η δασκάλα την παρακαλούσε να παίξει με τα άλλα παιδιά. Η Μανό έπαιζε κρυφτό με τις μορφές του δάσους και κάθε φορά περίμενε πώς και πώς να τις δει να ξεπροβάλλουν μέσα από τα ψηλά και αδύνατα δέντρα. Τραγουδούσε ψιθυριστά στο όστρακό της κι εκείνες αποκρίνονταν στο σιγανό τραγούδι της. 

Πάρτε με μακριά
Να ζω μέσα στη λίμνη
Και κάθε που ξυπνώ
Να γίνομαι νερό.

Όμως αδυνατούσε να πλησιάσει πιο κοντά. Για να γίνει αυτό έπρεπε να διασχίσει τη λίμνη και η Μανό δεν ήξερε να κολυμπάει. Χώρια που αν η δασκάλα έβλεπε μια τέτοια κίνηση, θα επιχειρούσε αμέσως να την αποτρέψει. Και η δασκάλα είχε συνέχεια το βλέμμα της στη Μανό. Έτσι, μπορούσε να επικοινωνεί μαζί τους μόνο μέσω του τραγουδιού, που περνώντας από το όστρακο έφτανε στις γυναικείες μορφές και εκείνες της επέστρεφαν τα λόγια. Η Μανό, ωστόσο, δεν συμβιβαζόταν. Συλλογιζόταν με ποιο τρόπο θα μπορέσει να διασχίσει τη λίμνη για να φτάσει κοντά τους. Αυτό για εκείνη αποτελούσε κάτι σαν σχέδιο ζωής, το οποίο καρτερικά ετοίμαζε μέχρι να νιώσει έτοιμη να το πραγματοποιήσει.

Οι βόλτες στη λίμνη συνεχίστηκαν και η Μανό ήταν πια δεκαέξι χρονών. Τα μαλλιά της έλουζαν τους λευκούς ώμους της και τα μάτια της μεγάλωναν από προσμονή. Όλα αυτά τα χρόνια μία από τις γυναικείες μορφές με μακριά κοκκινόξανθα μαλλιά σαν τα δικά της ερχόταν στον ύπνο της ψιθυρίζοντάς της γλυκά και χαμογελαστά «Πέρνα στην απέναντι όχθη, σε περιμένω».  Η Μανό ξυπνούσε πάντα ιδρωμένη και σκεφτόταν με ποιον τρόπο θα περάσει τη λίμνη να πάει κοντά στις μορφές που ένιωθε τόσο δικές της σαν να ανήκαν στην ίδια οικογένεια.

Μια μέρα, μην μπορώντας ν’ αντέξει άλλο, το αποφάσισε. Θα το έσκαγε από το ορφανοτροφείο και θα διέσχιζε τη λίμνη με τα πόδια. Ήξερε πως δεν είναι πολύ βαθιά και τώρα πια είχε ψηλώσει πολύ. Θα τα κατάφερνε. Το περιβάλλον του ορφανοτροφείου γινόταν για εκείνη όλο και πιο πνιγηρό και ένιωθε διαρκώς πως η θέση της δεν ήταν εκεί.

Έτσι, τη νύχτα που κοιμήθηκαν όλοι, φόρεσε το μακρύ, γαλαζοπράσινο φόρεμά της και, πολύ προσεκτικά, βγήκε από το ίδρυμα χωρίς να τη δει κανείς. Έτρεξε στη λίμνη. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και τα νερά της λίμνης ήταν κατάμαυρα. Η επιθυμία της όμως να βρεθεί απέναντι ξεπερνούσε κάθε φόβο.

Μπήκε στα λασπώδη νερά και άρχισε να περπατά. Άγρια φυτά περικύκλωναν τα γυμνά της πόδια μα εκείνη δεν έδειχνε να φοβάται. Συνέχιζε να περπατά αποφασισμένη. Στη μέση της απόστασης το νερό άρχισε να βαθαίνει. Έφτανε πια μέχρι το λαιμό της. Ωστόσο, είχε ακούσει από τους ψαράδες, που διατηρούσαν παραλίμνιες οικίες και τους οποίους η Μανό παρακολουθούσε με προσοχή κάθε φορά που η δασκάλα πήγαινε εκεί τα κορίτσια εκδρομή, ότι δεν είναι βαθιά, και περιέργως ήταν πεπεισμένη πως θα συνέχιζε έτσι μέχρι να περάσει απέναντι. Κρατούσε ψηλά το όστρακό της, το οποίο έφερνε στο στόμα για να ψιθυρίζει το τραγούδι της προκειμένου να καλέσει τις γυναικείες μορφές που ήταν άφαντες  μέχρι ώρας.

Η Μανό συνέχιζε να περπατά με περίσσια τόλμη, σαν εκείνη που ανήκει στα παιδιά που χαίρουν άγνοιας κινδύνου αλλά και τους μαχητές της ζωής των οποίων ο ζήλος και η θερμή καρδιά τους δεν γνωρίζει τρόμο. Η πεποίθησή της δεν την πρόδιδε. Το κρύο νερό διαπερνούσε κάθε ικμάδα του κορμιού της αλλά εκείνη χωρίς να διαμαρτύρεται συνέχιζε σαν να μην ένιωθε καμιά ανθρώπινη κακουχία. Το βάθος όμως μεγάλωνε και εκείνη δεν έμαθε ποτέ να κολυμπάει. Αίφνης, με ένα βήμα η Μανό χάθηκε στο βυθό μαζί με το όστρακό της.

Η πανσέληνος φώτιζε τις ξανθοκόκκινες τούφες των μαλλιών της που ιρίδιζαν μέσα από τα βαθιά σκούρα νερά της λίμνης μέχρι κι εκείνες να εξαφανιστούν τελείως. Φάνηκε μια μικρή κίνηση στην επιφάνεια και μετά όλα επανήλθαν στον λιμνάζοντα ρυθμό τους. Η νύχτα έπεφτε βαθιά και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι άγρυπνες κουκουβάγιες μέσα από τις κοιλότητες των δέντρων. Οι γυναικείες μορφές δεν ήρθαν ποτέ. Το τραγούδι της, όμως, ήχησε σε όλη τη λίμνη και σε όλο το δάσος.

Πάρ(τ)ε με μακριά
Να ζω μέσα στη λίμνη
Και κάθε που ξυπνώ
Να γίνομαι νερό.


Νίκη Κωνσταντοπούλου 

Τα πνευματικά δικαιώματα έχουν κατοχυρωθεί.